- προπηλακίζω
- ΝΑ1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιοναρχ.επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις πενίαν προπηλακίζει νοῡν ἔχει ἡγοῡμαι», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πηλός + κατάλ. -ακίζω (πρβλ. κλιμακίζω, σκορακίζω, φενακίζω). Το ρ. πηλακίζω και το ουσ. πηλαξ, -ακος«λάσπη, πηλός» μάλλον επινοήθηκαν από τους λεξικογράφους προκειμένου να δικαιολογηθεί ο σχηματισμός τού συνθ. προ-πηλακίζω. Το ρ. προπηλακίζω με αρχική σημ. «επιχρίω, αλείφω κάποιον με πηλό» χρησιμοποιήθηκε κυρίως μτφ. με σημ. «περιλούω κάποιον με ύβρεις, χλευάζω, λασπολογώ»].
Dictionary of Greek. 2013.