προπηλακίζω

προπηλακίζω
ΝΑ
1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω
2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον
αρχ.
επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις πενίαν προπηλακίζει νοῡν ἔχει ἡγοῡμαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πηλός + κατάλ. -ακίζω (πρβλ. κλιμακίζω, σκορακίζω, φενακίζω). Το ρ. πηλακίζω και το ουσ. πηλαξ, -ακος«λάσπη, πηλός» μάλλον επινοήθηκαν από τους λεξικογράφους προκειμένου να δικαιολογηθεί ο σχηματισμός τού συνθ. προ-πηλακίζω. Το ρ. προπηλακίζω με αρχική σημ. «επιχρίω, αλείφω κάποιον με πηλό» χρησιμοποιήθηκε κυρίως μτφ. με σημ. «περιλούω κάποιον με ύβρεις, χλευάζω, λασπολογώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προπηλακίζω — bespatter with mud pres subj act 1st sg προπηλακίζω bespatter with mud pres ind act 1st sg προπηλακίζω bespatter with mud pres subj act 1st sg προπηλακίζω bespatter with mud pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπηλακίζω — προπηλακίζω, προπηλάκισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προπηλακίζω — προπηλάκισα, προπηλακίστηκα, προπηλακισμένος, λασπώνω, βρίζω, εξευτελίζω: Προπηλακίσανε τον ξένο άνθρωπο, χωρίς σοβαρό λόγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπηλακίζετε — προπηλακίζω bespatter with mud pres imperat act 2nd pl προπηλακίζω bespatter with mud pres ind act 2nd pl προπηλακίζω bespatter with mud pres imperat act 2nd pl προπηλακίζω bespatter with mud pres ind act 2nd pl προπηλακίζω bespatter with mud… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπηλακιεῖ — προπηλακίζω bespatter with mud fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) προπηλακίζω bespatter with mud fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) προπηλακίζω bespatter with mud fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) προπηλακίζω bespatter …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπηλακιζομένων — προπηλακίζω bespatter with mud pres part mp fem gen pl προπηλακίζω bespatter with mud pres part mp masc/neut gen pl προπηλακίζω bespatter with mud pres part mp fem gen pl προπηλακίζω bespatter with mud pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπηλακιζόμενον — προπηλακίζω bespatter with mud pres part mp masc acc sg προπηλακίζω bespatter with mud pres part mp neut nom/voc/acc sg προπηλακίζω bespatter with mud pres part mp masc acc sg προπηλακίζω bespatter with mud pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπηλακιζόντων — προπηλακίζω bespatter with mud pres part act masc/neut gen pl προπηλακίζω bespatter with mud pres imperat act 3rd pl προπηλακίζω bespatter with mud pres part act masc/neut gen pl προπηλακίζω bespatter with mud pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπηλακισθέντα — προπηλακίζω bespatter with mud aor part pass neut nom/voc/acc pl προπηλακίζω bespatter with mud aor part pass masc acc sg προπηλακίζω bespatter with mud aor part pass neut nom/voc/acc pl προπηλακίζω bespatter with mud aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπηλακίζει — προπηλακίζω bespatter with mud pres ind mp 2nd sg προπηλακίζω bespatter with mud pres ind act 3rd sg προπηλακίζω bespatter with mud pres ind mp 2nd sg προπηλακίζω bespatter with mud pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”